pszczółka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pszczółka < υποκοριστικό του pszczoła
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pszczółka (pl) θηλυκό
- η μικρή μέλισσα, η μελισσούλα