récréation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

récréation < λατινικά recreatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁe.kʁe.a.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

récréation (fr) θηλυκό

  • (σχολείο) το διάλειμμα ανάμεσα σε δύο ώρες διδασκαλίας