révision

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: revisión
      ενικός         πληθυντικός  
révision révisions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

révision (fr) θηλυκό

  1. η επανάληψη
  2. η αναθεώρηση