rúcho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rúcho < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *ruxo (πρόελευση των λέξεων ροῦχον και ρούχο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ruːxɔ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rúcho (sk) ουδέτερο

  • κλιτικοί τύποι:
    rúcho (ονομαστική ενικού)
    rúcha (ονομαστική πληθυντικού)
    rúcha (γενική ενικού)
    rúch (γενική πληθυντικού)

→ δείτε rúcho (Slovenčina) στο σλοβακικό Βικιλεξικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]