rồi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

rồi (vi)

  • ναι (ως απάντηση σε ερώτηση που περιέχει rồi (vi))