rage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rage (en)

  1. η οργή
  2. η παροδική μόδα

rage (en)

  1. μαίνομαι, φρενιάζω



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rage rages

rage (fr) θηλυκό