raisonnable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
raisonnable < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
raisonnable raisonnables

raisonnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό