rapport

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rapport rapports

rapport (fr) αρσενικό

  1. η σχέση, το νταραβέρι
  2. ο συσχετισμός
  3. η εισήγηση