recovery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- recovery < μέση αγγλική recoveree
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɹɪˈkʌv.ə.ɹi/ (ΗΠ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]recovery (en)
- ανάρρωση, η αποκατάσταση της καλής υγείας
- ανάνηψη
- ανάκαμψη
- ανάκτηση, επανάκτηση
- ανάσυρση πτώματος, νεκρού