remedy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

remedy (en)

  1. γιατρικό, θεραπεία, κάτι που θεραπεύει
  2. (γενικότερα) θεραπεία, κάτι που διορθώνει ένα κακό
  3. (νομικός όρος) τα νομικά μέσα για την αποκατάσταση ενός δικαιώματος ή για την επανόρθωση ενός κακού
  4. η ανασκευή
    He is expected to come forward with a new statement which will contain the necessary remedy.
    (Αυτός) αναμένεται να προβεί σε νέα δήλωση η οποία θα περιέχει την αναγκαία ανασκευή.
ενεστώτας remedy
γ΄ ενικό ενεστώτα remedies
αόριστος remedied
παθητική μετοχή remedied
ενεργητική μετοχή remedying

remedy (en)

  1. γιατρεύω, θεραπεύω
  2. ανασκευάζω
    The prosecution’s main witness remedied his statement.
    Η κυριότερη μάρτυρας κατηγορίας ανασκεύασε την δήλωσή του.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]