resource

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
resource resources

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹɪˈsɔːs/ & /ɹɪˈzɔːs/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

resource (en)

  1. ο πόρος, μια προμήθεια κάτι που έχει και μπορεί να χρησιμοποιήσει μια χώρα, ένας οργανισμός ή ένα άτομο, ειδικά για να αυξήσει τον πλούτο του
    the natural resources of a country - οι φυσικοί πόροι μιας χώρας
  2. το πλεονέκτημα, το ατού, κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη ενός στόχου
    } Parks are a great resource for residents of cities.
    Τα πάρκα είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τους κατοίκους των πόλεων.
    Your knowledge of English will be a great resource.
    Η γνώση της αγγλικής Θα σου είναι μεγάλο ατού.
  3. (υλικό υπολογιστή) ο πόρος (CPU, μνήμη, κλπ.) ενός υπολογιστικού συστήματος
    back-up resource - εφεδρικός πόρος[1]
  4. (λογισμικό) ο πόρος, οι διαθέσιμες λειτουργίες των προγραμμάτων ενός συστήματος
  5. (διαδίκτυο) συνώνυμο του web resource
    → δείτε τη λέξη uniform resource identifier (URI)

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

υλικό υπολογιστή:

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.