retraite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
retraite < retrait

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁə.tʁɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
retraite retraites

retraite (fr) θηλυκό

  1. η οπισθοχώρηση, η υποχώρηση
  2. η σύνταξη
  3. ο τόπος απομόνωσης, απομάκρυνσης από τους άλλους
  4. η σμίκρυνση