roślina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική roślina rośliny
γενική rośliny roślin
δοτική roślinie roślinom
αιτιατική roślinę rośliny
οργανική rośliną roślinami
τοπική roślinie roślinach
κλητική roślino rośliny

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /rɔɕˈlʲĩna/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roślina (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]