rule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rule rules

rule (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας rule
γ΄ ενικό ενεστώτα rules
αόριστος ruled
παθητική μετοχή ruled
ενεργητική μετοχή ruling

rule (en)



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

rule (de)