słabość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική słabość słabości
γενική słabości słabości
δοτική słabości słabościom
αιτιατική słabość słabości
οργανική słabością słabościami
τοπική słabości słabościach
κλητική słabości słabości

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

słabość (pl)

Συγγενικά

[επεξεργασία]