słoik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
słoiki (1)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

słoik (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]