sala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sala sale

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sala < λομβαρδική sala

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sala (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sala (lv) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sala (lt) θηλυκό πληθυντικός: salos



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sala (fi)