salad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: salade

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

salad (en)

  1. σαλάτα
  2. οποιοδήποτε σαλατικό, κυρίως το μαρούλι