sampling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sampling (en)

  1. η δειγματοληψία
  2. (πληροφορική) δειγματοληψία, ένα από τα στάδια (βήματα) στη διαδικασία της ψηφιοποίησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

sampling (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • sampling στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια