sandwich

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sandwich (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sandwich < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɑ̃.dwitʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sandwich sandwichs

sandwich (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • en sandwich - (οικείο) κλεισμένος ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sandwich (it)