satura

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
satura < satur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

satura (la) θηλυκό & satira-ae

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική satura saturae
γενική saturae saturārum
δοτική saturae saturīs
αιτιατική saturam saturās
κλητική satura saturae
αφαιρετική saturā saturīs
(α' κλίση)