scream
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- scream < μέση αγγλική scræmen
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scream | screams |
scream (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scream |
γ΄ ενικό ενεστώτα | screams |
αόριστος | screamed |
παθητική μετοχή | screamed |
ενεργητική μετοχή | screaming |
scream (en)