semaine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /sə.mɛn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
semaine semaines

semaine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]