set apart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας set apart
γ΄ ενικό ενεστώτα sets apart
αόριστος set apart
παθητική μετοχή set apart
ενεργητική μετοχή setting apart

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
set apart < → δείτε τις λέξεις set και apart

set apart (en)

  1. διακρίνω, ξεχωρίζω, χαρακτηρίζω, διαφοροποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι διαφορετικό ή καλύτερο από άλλους
    He set himself apart as a poet.
    Διακρίθηκε σαν ποιητής.
    He sets his work apart with attention to detail.
    Η δουλειά του ξεχωρίζει/χαρακτηρίζει από την προσοχή στην λεπτομέρεια.
    the way of speaking which sets apart the Cretans - ο τρόπος ομιλίας που χαρακτηρίζει τους Κρήτες
    What sets his proposal apart from all the others is the special respect that he shows to the environment.
    Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον.
     συνώνυμα: distinguish
  2. διαθέτω
    This space has already been set apart for building a school.
    Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για την ανέγερση σχολείου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allocate