severe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sévère
παραθετικά
θετικός severe
συγκριτικός severer / more severe
υπερθετικός severest / most severe

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɪˈvɪər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /səˈvɪr/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

severe (en)

  1. κακός, έντονος, σοβαρός, άσχημος
    severe pain - έντονος πόνος
    He made a severe mistake.
    Έκανε ένα άσχημο λάθος.
     συνώνυμα:  bad, brutal, extreme και serious
  2. ο αυστηρός, ο σκληρός
     συνώνυμα:  hard, harsh, intense και rigorous

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
severe < sever- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

severe (eo)