shit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʃɪt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shit shits

shit (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας shit
γ΄ ενικό ενεστώτα shits
αόριστος shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat
παθητική μετοχή shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat
ενεργητική μετοχή shitting

shit (en)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

shit (en)