shit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shit | shits |
shit (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shits |
αόριστος | shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat |
παθητική μετοχή | shit (ΗΠΑ), shitted (σπάνιο), shat |
ενεργητική μετοχή | shitting |
shit (en)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]shit (en)