sign on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας sign on
γ΄ ενικό ενεστώτα signs on
αόριστος signed on
παθητική μετοχή signed on
ενεργητική μετοχή signing on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sign on < → δείτε τις λέξεις sign και on

sign on (en)

  1. προσλαμβάνω κάποιον με σύμβαση
    The ship owners signed on a new captain.
    Οι πλοιοκτήτες προσέλαβαν νέο καπετάνιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη employ
  2. (πληροφορική) συνδέομαι
    You must have cookies enabled to sign on to Wiktionary.
    Πρέπει να έχετε ενεργοποιήσει τα cookies για να συνδεθείτε στο Βικιλεξικό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sign in
     αντώνυμα: sign off