sirloin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sirloin sirloins

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sirloin (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • κόντρα, βοδινό καλής ποιότητας που κόβεται από την πλάτη μιας αγελάδας
    a rare sirloin (steak) - κόντρα (φιλέτο) σενιάν

Πηγές[επεξεργασία]