sleep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sleep (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sleep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sleeps |
αόριστος | slept |
παθητική μετοχή | slept |
ενεργητική μετοχή | sleeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sleep (en)
- (αμετάβατο) κοιμάμαι
- ↪ We were sleeping when the phone rang.
- Κοιμόμαστε όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
- ↪ The dog’s barks didn’t let me sleep.
- Τα γαβγίσματα του σκύλου δεν μ' άφησαν να κοιμηθώ.
- ↪ We were sleeping when the phone rang.