snow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
snow snows

snow (en)

ενεστώτας snow
γ΄ ενικό ενεστώτα snows
αόριστος snowed
παθητική μετοχή snowed
ενεργητική μετοχή snowing

snow (en)