soir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /swaʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
soir soirs

soir (fr) αρσενικό

  1. το βράδυ
  2. εσπέρα
  3. βραδιά
  4. όπερα
  5. δειλινό