sol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sol (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sol (es) αρσενικό

  1. ο ήλιος



      ενικός         πληθυντικός  
sol sols

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sol (fr) αρσενικό

  1. το έδαφος
  2. το πάτωμα
  3. το δάπεδο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sol (hr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sol < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα sóh₂wl̥. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) ἥλιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sol αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική sol solēs
γενική solis solum
δοτική solī solibus
αιτιατική solem solēs
κλητική sol solēs
αφαιρετική sole solibus
(γ' κλίση)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
sol sóis

sol (pt) αρσενικό

  1. ο ήλιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sol (sl)