sovereign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

sovereign (en)

  1. κυρίαρχος (ανεξάρτητος)
    a sovereign nation - κυρίαρχο έθνος
  2. κυριαρχικός, ηγεμονικός
    Greece will defend its sovereign rights- Η Ελλάδα θα υπερσπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sovereign (en)