spectre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spectre < γαλλική spectre < λατινική spectrum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈspɛktə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spectre (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spectre < λατινική spectrum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spɛktʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spectre spectres

spectre (fr) αρσενικό

  1. το φάντασμα
  2. το φάσμα
  3. το στοιχειό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]