spring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spring springs

spring (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άνοιξη, ανοιξιάτικος
    The air smells of spring.
    Ο αέρας μυρίζει άνοιξη.
    He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
    Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
  2. η πηγή νερού
    hot/healing springs - θερμές/ιαματικές πηγές
  3. το ελατήριο
    the spring of a watch - το ελατήριο ενός ρολογιού
     συνώνυμα: coil
ενεστώτας spring
γ΄ ενικό ενεστώτα springs
αόριστος sprang, sprung
παθητική μετοχή sprung
ενεργητική μετοχή springing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spring (en)

  1. (αμετάβατο) αναπηδώ, πηδάω, τινάζομαι, πετιέμαι, για άτομο ή ζώο που κάνει απότομη κίνηση σε ιδιαίτερη κατεύθυνση
    I spring to my feet.
    Αναπηδώ όρθιος.
    He sprang behind a tree.
    Πήδηξε πίσω από ένα δέντρο.
    He sprang up out of fear.
    Τινάχτηκε από φόβο.
    The tiger sprang at the zebra.
    Η τίγρη τινάχτηκε πάνω στη ζέβρα.
    He sprang out of his chair./He sprang from his chair.
    Πετάχτηκε από την καρέκλα του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jump
  2. (αμετάβατο) τινάζομαι, αποδεσμεύω, για ένα αντικείμενο που κινείται ξαφνικά και βίαια
    The branch sprung back and hit me in the face.
    Το κλαδί τινάχτηκε πίσω και με χτύπησε στο πρόσωπο.
    The lid sprang open/sprung closed.
    Το καπάκι άνοιξε βίαια/έκλεισε ξαφνικά.

Παράγωγα

[επεξεργασία]