stay in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | stay in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays in |
αόριστος | stayed in |
παθητική μετοχή | stayed in |
ενεργητική μετοχή | staying in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]stay in (en)
- μένω μέσα
- ↪ It’s a sin to stay in on such a beautiful day.
- Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
- ↪ It’s a sin to stay in on such a beautiful day.