stick out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας stick out
γ΄ ενικό ενεστώτα sticks out
αόριστος stuck out
παθητική μετοχή stuck out
ενεργητική μετοχή sticking out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stick out → δείτε τις λέξεις stick και out

stick out (en)

  • προβάλλω, βγάζω (έξω), προεξέχω
    Stick out your tongue!
    Βγάλε τη γλώσσα σου!
    The child stuck his tongue out at me mockingly.
    Το παιδί μου 'βγαλε τη γλώσσα κοροϊδευτικά.
    Don’t stick your head out!
    Μη βγάζεις έξω το κεφάλι σου!
    Nothing should stick out of a car.
    Τίποτα δεν πρέπει να προεξέχει από ένα αυτοκίνητο.