stout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

stout (en)

  1. εύσωμος, σωματώδης
    • μεγαλόσωμος όσον αφορά τον όγκο χωρίς η λέξη να εμπεριέχει σημασία-πληροφορία για το ύψος
  2. γεροδεμένος