succinct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /səkˈsɪŋ(k)t/ (βρετανικό)
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]succinct (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- succinct < λατινική succinctus
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | succinct | succincts |
θηλυκό | succincte | succinctes |
succinct (fr)