suffixum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]suffixum ουδέτερο
- (νεολατινική σημασία , γλωσσολογία) επίθημα
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suffixum | suffixa |
γενική | suffixī | suffixōrum |
δοτική | suffixō | suffixīs |
αιτιατική | suffixum | suffixa |
κλητική | suffixum | suffixa |
αφαιρετική | suffixō | suffixīs |
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]suffixum