surveillance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
surveillance surveillances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surveillance (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 330, 657. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επιτήρηση, παρακολούθηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

surveillance (fr) θηλυκό