swahili
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]swahili (fr) αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | swahili | swahilis |
θηλυκό | swahilie | swahilies |
swahili (fr)
- σχετικός με τη γλώσσα σουαχίλι