swarm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
swarm swarms

swarm (en)

ενεστώτας swarm
γ΄ ενικό ενεστώτα swarms
αόριστος swarmed
παθητική μετοχή swarmed
ενεργητική μετοχή swarming

swarm (en)