tłum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /twum/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tłum (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]