taglia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
taglia | taglie |
- taglia < ρήμα tagliare (κόβω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: τάλια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]taglia (it) θηλυκό
- το μέγεθος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- taglia: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]taglia (it)
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του tagliare
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του tagliare
Πηγές
[επεξεργασία]- taglia - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).