taglia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtaʎ.ʎa/

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
taglia taglie
taglia < ρήμα tagliare (κόβω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: τάλια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

taglia (it) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
taglia: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

taglia (it)

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του tagliare
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του tagliare