take off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: take-off
ενεστώτας take off
γ΄ ενικό ενεστώτα takes off
αόριστος took off
παθητική μετοχή taken off
ενεργητική μετοχή taking off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
take off < → δείτε τις λέξεις take και off

take off (en)

  1. (αμετάβατο) απογειώνομαι, για αεροσκάφη κτλ., φεύγω από το έδαφος και αρχίζω να πετάω
    The plane started to take off in a deafening noise.
    Το αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
    He directed him to have the plane take off from the first runway.
    Τον διέταξε να απογειώσει το αεροπλάνο από τον πρώτο διάδρομο.
    Due to a mechanical failure, we took off after a short delay.
    Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
     αντώνυμα:  land και touch down
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) φεύγω, ειδικά βιαστικά
    I'm going to take off now.
    Λέω να φύγω τώρα.
    Take off, loser!
    Φεύγα, βρε χαμένε!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leave
  3. (αμετάβατο) απογειώνομαι, έχω άνθηση, για μια ιδέα, προϊόν, επιχείρηση κλπ. γίνομαι επιτυχημένος ή δημοφιλής πολύ γρήγορα ή ξαφνικά
    His career took off.
    Απογειώθηκε η καριέρα του.
    The business has really taken off this year and has made quite a profit.
    Η επιχείρηση είχε μεγάλη άνθιση αυτή τη χρονιά, κι έκανε καλά κέρδη.
  4. (μεταβατικό) μιμούμαι, σατιρίζω
    They love to take off all the politicians' mannerisms.
    Τούς αρέσει να μιμούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όλων των πολιτικών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate
  5. (μεταβατικό) βγάζω, αφαιρώ κάτι, ειδικά ένα ρούχο από το σώμα μου ή κάποιου
    I am taking off my clothes.
    Βγάζω τα ρούχα μου.
    He took off his shoes.
    Έβγαλε τα παπούτσια του.
    Tomorrow the doctor will take the cast off her arm.
    Αύριο ο γιατρός θα της βγάλει το γύψο.
     συνώνυμα: doff (μόνο για ρούχα), remove
     αντώνυμα: don (μόνο για ρούχα), put on
  6. (μεταβατικό) αφαιρώ ένα χρηματικό ποσό ή έναν αριθμό από κάτι για να μειώσω το σύνολο
    I am taking 100 euros off the price.
    Αφαιρώ 100 ευρώ από την τιμή.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]