talent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Talent
      ενικός         πληθυντικός  
talent talents

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

talent (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
    a woman with many talents - γυναίκα με πολλά ταλέντα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη skill
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, άτομο με φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
    This musician is a great talent.
    Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο ταλέντο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
talent talents

talent (fr) αρσενικό

  1. τάλαντο
  2. ταλέντο

Συγγενικά

[επεξεργασία]