talent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
talent | talents |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]talent (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ταλέντο, άτομο με φυσική ικανότητα να κάνει κάτι καλά
- ↪ This musician is a great talent.
- Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο ταλέντο.
- ↪ This musician is a great talent.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
talent | talents |
talent (fr) αρσενικό