tan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: tân

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tan tans

tan (en)

ενεστώτας tan
γ΄ ενικό ενεστώτα tans
αόριστος tanned
παθητική μετοχή tanned
ενεργητική μετοχή tanning

tan (en)

  • μαυρίζω (στον ήλιο)
    τhe sun tanned her - τη μαύρισε ο ήλιος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tan (br) αρσενικό



      ενικός         πληθυντικός  
tan tans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tan (fr) αρσενικό