taste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Taste

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
taste tastes

taste (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η γεύση, η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
    Chocolate has a sweet taste.
    Η σοκολάτα εχει γλυκιά γεύση.
  2. (μη μετρήσιμο) η γεύση, η αίσθηση
    Taste is one of the five senses.
    Η γεύση είναι μία από τις πέντε αισθήσεις.
  3. (μη μετρήσιμο) το γούστο, η αντίληψη που έχει κάποιος για αισθητικά ζητήματα ή θέματα σχετικά με το ωραίο
    He is a man with taste.
    Είναι άνθρωπος με γούστο.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το γούστο, οι προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις
    Each person has their own tastes.
    Καθένας με τα γούστα του.
     συνώνυμα: preference

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας taste
γ΄ ενικό ενεστώτα tastes
αόριστος tasted
παθητική μετοχή tasted
ενεργητική μετοχή tasting

taste (en)

  1. (αμετάβατο) έχω μια γεύση
    The food tastes good.
    Το φαγητό έχει ωραία γεύση.
    This sauce tastes sweet/bitter/sour.
    Αυτή η σάλτσα έχει γλυκιά/πικρή/ξινή γεύση.
    It tastes of garlic/like honey.
    Έχει τη γεύση σκόρδου/σαν μέλι.
  2. (μεταβατικό) δοκιμάζω, γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση κάποιου τρώγοντας ή πίνοντας μια μικρή ποσότητα από αυτό
    She tasted the food you made for her.
    Δοκίμαζε το φαγητό που της έφτιαξες.
    Taste the soup to see if it needs salt.
    Γεύσου τη σούπα να δεις αν θέλει αλάτι.

Συγγενικά

[επεξεργασία]