teinturerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
teinturerie | teintureries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]teinturerie (fr) θηλυκό
- το βαφείο
ενικός | πληθυντικός |
teinturerie | teintureries |
teinturerie (fr) θηλυκό