teinturerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
teinturerie teintureries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

teinturerie (fr) θηλυκό